- Φιλήμονος
- Φιλήμωνkindlymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλήμονος — φιλήμων kindly gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεδρίζω — ἐφεδρίζω (Α) [εφέδρα] 1. παίζω τον εφεδρισμό*, κάθομαι στη ράχη τού συμπαίκτη που νίκησα 2. (μτχ. ενεστ.) Ἐφεδρίζοντες τίτλος έργου τού Φιλήμονος … Dictionary of Greek
παγκρατιαστής — (Α) [παγκρατιάζω] αθλητής τού παγκρατίου («παγκρατιασταί ἀθληταὶ πύκται) αρχ. ως κύριο όν. Παγκρατιαστής τίτλος κωμωδιών τού Αλέξιδος και τού Φιλήμονος … Dictionary of Greek
πισσοκοπώ — και αττ. τ. πιττοκοπῶ, έω, Α [πισσοκόπος] 1. αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω («πισσοκοπεῑν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) 2. μέσ. πισσοκοποῡμαι, έομαι αφαιρώ τις τρίχες τής κεφαλής με έμπλαστρα από πίσσα, γεγονός θεωρούμενο ως ένδειξη έσχατης εκθήλυνσης 3.… … Dictionary of Greek
φιλημονίειος — και φιλημονίηος, ὁ, Α [Φιλήμων, ονος] (ενν. ἀγών) αγώνας προς τιμήν τού Φιλήμονος … Dictionary of Greek
φιλημονίηα — τά, Α [Φιλήμων, ονος] (ενν. ἱερά) εορτές προς τιμήν τού Φιλήμονος, τού μυθικού ευσεβούς γέροντα τής Φρυγίας, συζύγου τής Βαυκίδος … Dictionary of Greek
Βαυκίς/-ίδα — Μυθολογικό πρόσωπο. Γριά της Φρυγίας, που μαζί με τον σύζυγό της Φιλήμονα φιλοξένησαν τον Δία και τον Ερμή, που γύριζαν την οικουμένη ως κοινοί θνητοί για να τη γνωρίσουν. Το ζευγάρι ήταν το μόνο, απ’ όλους τους κατοίκους της Φρυγίας, που δέχτηκε … Dictionary of Greek